πῶρος

πῶρος
πῶρος, , a
A stone used in building, described by Thphr.Lap.7 (where πόρος), Plin.HN36.132, as a kind of marble, like the Parian in colour and solidity, but lighter; but ἐπιχώριος π., of the local conglomerate of Olympia, Paus.5.10.2; πώρου cj. for πόρου in Gal. 6.57 (= Orib.5.1.4); cf. πώρινος λίθος: pl., of stone used for substructures, IG7.3073.9, al. (Lebad., ii B.C.); τῶν εἰς τὰν στοιβὰν π. ib.42(1).106i17 (Epid., iv B.C.); τῶν εἰς τὰ ἀντιθέματα π. τομᾶς ib. 71.
2 stalactite in caverns, Arist.Mete.388b26.
3 chalkstone, formed in the joints, Id.HA521a21, Dsc.5.93.
4 stone in the bladder, Hp.Nat.Hom.14, Ruf.Ren.Ves.13.
5 metaph.,

πῶροι γῆς τὰ μάρμαρα M.Ant.9.36

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πωρός — miserable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • πωρός — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • Πῶρε — Πῶρος stone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρε — πῶρος stone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶροι — Πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶροι — πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶρον — Πῶρος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρον — πῶρος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”